- μοργανίτης
- ο мин. морганит, воробьит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοργανίτης — ο (ορυκτ.) ορυκτό που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και αποτελεί ποικιλία τής βηρύλλου με ροζ ή ιώδες χρώμα, λόγω τής παρουσίας καισίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. morganite < όν. τού J. P. Μorgan, Αμερικανού… … Dictionary of Greek
βήρυλλος — (αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Λόγιος και επίσκοπος Βόστρων. Τα συγγράμματα και οι επιστολές του δεν διασώθηκαν. Ο Β. υποστήριζε ότι o Υιός του Θεού δεν υπήρχε πριν από την ενσάρκωση. Τελικά όμως, έπειτα από ανταλλαγή απόψεων με τον Ωριγένη, αναθεώρησε… … Dictionary of Greek